- δεδορκότα
- δέρκομαιsee clearlyperf part act neut nom/voc/acc plδέρκομαιsee clearlyperf part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεδορκότ' — δεδορκότα , δέρκομαι see clearly perf part act neut nom/voc/acc pl δεδορκότα , δέρκομαι see clearly perf part act masc acc sg δεδορκότι , δέρκομαι see clearly perf part act masc/neut dat sg δεδορκότε , δέρκομαι see clearly perf part act masc/neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… … Dictionary of Greek